- συμπίνω
- (αόρ. συνήπια) 1. αμετ. пить вместе (с кем-л.), участвовать в попойке, собутыльничать;2. μετ. пить что-л. вместе с кем-л.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπίνω — συμπί̱νω , συμπίνω drink together pres subj act 1st sg συμπί̱νω , συμπίνω drink together pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπίνω — ΝΜΑ 1. πίνω μαζί με κάποιον άλλον 2.(κατ επέκτ.) μετέχω σε συμπόσιο αρχ. 1. υγραίνομαι, μουσκεύω 2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) συμπεπομένος, η, ον απορροφημένος … Dictionary of Greek
συμπίνω — πίνω μαζί με κάποιον άλλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συμπίεσθε — συμπίνω drink together aor imperat mid 2nd pl συμπί̱εσθε , συμπίνω drink together fut ind mid 2nd pl συμπί̱εσθε , συμπίνω drink together pres imperat mid 2nd pl συμπί̱εσθε , συμπίνω drink together pres ind mid 2nd pl συμπίνω drink together aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπίῃ — συμπίνω drink together aor subj mp 2nd sg συμπίνω drink together aor subj act 3rd sg συμπί̱ῃ , συμπίνω drink together fut ind mid 2nd sg συμπί̱ῃ , συμπίνω drink together pres subj mid 2nd sg συμπί̱ῃ , συμπίνω drink together pres ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπιοῦμαι — συμπίνω drink together fut ind mid 1st sg (attic epic doric) συμπῑοῦμαι , συμπίνω drink together fut ind mid 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπιον — συμπίνω drink together aor ind act 3rd pl συμπίνω drink together aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυμπίῃς — συμπίνω drink together aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεπομένου — συμπίνω drink together perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεπωκέναι — συμπίνω drink together perf inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεπωκότες — συμπίνω drink together perf part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)